- ἡσύχασαν
- ἡσύχᾱσαν , ἡσυχάωaor ind act 3rd pl (doric aeolic)ἡσυχάζωkeep quietaor ind act 3rd plἡσυχάζωkeep quietaor ind act 3rd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγριοφωνάζω — αγριοφώναξα, φωνάζω δυνατά και με οργή: Μονάχα όταν αγριοφώναξε ησύχασαν τα παιδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)